- εκμύζηση
- [-ις (-εως)] η прям. , перен. высасывание, сосание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκμύζηση — η (AM ἐκμύζησις) βύζαγμα, πιπίλισμα νεοελλ. μτφ. απομύζηση … Dictionary of Greek
ἐκμυζήσῃ — ἐκμυζήσηι , ἐκμύζησις sucking out fem dat sg (epic) ἐκμυζάω suck out aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐκμυζάω suck out aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐκμυζάω suck out fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐκμυζάω suck out aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκμυζητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκμύζηση 2. ο κατάλληλος για εκμύζηση … Dictionary of Greek
εκμυελισμός — ἐκμυελισμός, ο (Μ) εκμύζηση τού μυελού … Dictionary of Greek
εκμυζηθμός — ἐκμυζηθμός, ο (Α) εκμύζηση, απομύζηση … Dictionary of Greek
εφελκυσμός — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του σώματος τοποθετείται υπό έκταση, για να ευθυγραμμιστούν δύο γειτονικές δομές ή να συγκρατηθούν στη θέση τους. * * * ο (ΑΜ ἐφελκυσμός) [εφελκύω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα νεοελλ. (μηχανολ.) τρόπος καταπόνησης… … Dictionary of Greek
πεντατομίδες — (Pentatomides). Οικογένεια εντόμων που, όταν ενοχληθούν, αφήνουν μια έντονη και άσχημη μυρωδιά, εξαιτίας της οποίας ονομάζονται και βρομούσες. Το σώμα τους μοιάζει με ασπίδα και, ανάμεσα στα φτερά τους, έχουν ένα πλατύ και τριγωνικό τμήμα, που… … Dictionary of Greek